- μπετό(ν)
- το бетон;
μπετό(ν) αρμέ — железобетон;
από ( — или με) μπετό(ν) — бетонированный;
χτίζω με μπετό(ν) — бетонировать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπετό(ν) αρμέ — железобетон;
από ( — или με) μπετό(ν) — бетонированный;
χτίζω με μπετό(ν) — бетонировать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Πιντουρίκιο Μπερναρντίνο ντι Μπέτο, ο επονομαζόμενος- — (Pinturicchio, Περούτζια 1454 – Σιένα 1513).Ιταλός ζωγράφος. Διαμορφώθηκε κοντά στον ζωγράφο Μπαρτολομέο Καποράλι, αλλά ο πραγματικός δάσκαλος του ήταν ο Περουτζίνο, μαζί με τον οποίο εργάστηκε ως βοηθός, από το 1481 έως το 1843, στη διακόσμηση… … Dictionary of Greek
μπετόν — και μπετό, το άκλ. 1. δομικό υλικό από τσιμέντο, αμμοχάλικο και νερό, το σκυρόδεμα 2. μτφ. α) (για πρόσωπα) σκληρός, αλύγιστος β) (για πράγματα) καθετί το ανθεκτικό 3. φρ. «μπετόν αρμέ» σιδηροπαγές σκυρόδεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. beton < λατ.… … Dictionary of Greek
Ντονατέλο — (Donatello, Φλωρεντία 1386 – 1466). Ιταλός γλύπτης. Γιος του Νικολό ντι Μπέτο Μπάρντι, εργάστηκε στα νεανικά του χρόνια στο εργαστήριο του Γκιμπέρτι. Η παράδοση αναφέρει ότι σε ηλικία είκοσι ετών έκανε, μαζί με τον Μπρουνελέσκι, το πρώτο του… … Dictionary of Greek